- πυρπολῆσαν
- πυρπολέωlight and keep up a fireaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Καρπενήσι — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 960 μ., 6.592 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Ευρυτανίας. Είναι χτισμένη στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Τυμφρηστός. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Θεωρείται μία από τις γραφικότερες κωμοπόλεις της Ελλάδας, γεγονός… … Dictionary of Greek
Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
ιππών — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. I. Διάρρυτος Κολωνία. Πόλη μεταξύ Καρχηδόνας και Ιτύκης, με οχυρή ακρόπολη, λιμάνια και ναυπηγεία. Ήταν πειρατικό ορμητήριο. Όταν ο Ρωμαίος ύπατος Καλπούρνιος Πίσων θέλησε να την εκπορθήσει, μαζί με τον ναύαρχό του,… … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
Αγία Λαύρα — Ιστορικό μοναστήρι της Πελοποννήσου, 4 χλμ. ΝΔ των Καλαβρύτων, συνδεδεμένο επί αιώνες με τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Μέτρο της σημασίας του αποτελούν οι αλλεπάλληλες πυρπολήσεις και καταστροφές του από το 1585 έως το 1943. Ιστορία.… … Dictionary of Greek
Αληδάκις, Ιμπραήμ — (; – 1774). Γενίτσαρος από τα Χανιά, διαβόητος για τα τσιφλίκια που απέκτησε αρπάζοντας τα χωράφια των χριστιανών και για τις ληστείες και τους φόνους εναντίον κατοίκων της περιοχής. Είναι γνωστός και με τα προσωνύμια Αγριαλής και Αγριολής. Ο Α.… … Dictionary of Greek
Γαλαξίδι — Κωμόπολη (1.718 κάτ.) του νομού Φωκίδος, στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού κόλπου, έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην περίοδο της ιστιοφόρου ναυτιλίας, το Γ. γνώρισε μεγάλη ακμή και ήταν πασίγνωστο για τον μεγάλο στόλο, τον πλούτο και τη ναυτική… … Dictionary of Greek
Δοξάτο — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 95 μ., 3.739 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 11 χλμ. ΝΑ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δοξάτου. Κοντά στο Δ. ανακαλύφθηκε προϊστορικός οικισμός. Το ηρώο των πεσόντων στην… … Dictionary of Greek